ξηρός

ξηρός
και ξερός, -ή, -ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, -ά, -όν, Α θηλ. και ξηρή)
1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.)
2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του, μαραμένος
3. (για πρόσ.) α) ισχνός, λιπόσαρκος
β) ακίνητος, αναίσθητος («έμεινε για πολλή ώρα ξερός»)
4. ανιαρός, μονότονος, πληκτικός, βαρετός
5. (για εδαφική έκταση) αυτός που δεν έχει βλάστηση, γυμνός
6. (για πρόσ.) μτφ. τυπικός, ολιγόλογος
7. το θηλ. ως ουσ. η ξηρά
η στεριά, σε αντιδιαστολή με τη θάλασσα
νεοελλ.
1. (για λόγο) απότομος, ψυχρός («το μόνο που λέει, όταν έρχεται, είναι μια ξερή καλημέρα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξερή
α) είδος χαρτοπαιγνίου
β) το ανδρικό μόριο
γ) (με ειρωνική σημ.) το κεφάλι
3. το ουδ. ως ουσ. το ξερό
α) (με ειρωνική σημ.) το κεφάλι («βάλε το ξερό σου να σκεφθεί»)
β) (υποτιμητικά) το χέρι και το πόδι («πάρε το ξερό σου από πάνω μας»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο ξηρός και ο ξερός
ζωολ. γένος εδαφόβιων σκίουρων τής Αφρικής, τρωκτικών θηλαστικών τής οικογένειας σκιουρίδες
5. φρ. α) «ξηρά υπόψυξη»
(μετεωρ.) η ψύξη τής επιφάνειας τού εδάφους και τών αντικειμένων που βρίσκονται πάνω σ' αυτό σε θερμοκρασίες κατώτερες τού μηδενός αλλά χωρίς τον σχηματισμό πάχνης
β) «ξερό κορμί» — άνθρωπος που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια
γ) «ξερό κεφάλι» — επίμονος, πεισματάρης
δ) «ξερό ψωμί» — ψωμί που δεν συνοδεύεται από τίποτε άλλο
ε) «ξηρός κρότος» — κρότος που παράγεται όταν σπάει ένα ξερό ξύλο
στ) «έμεινε ξερός»
i) έμεινε κατάπληκτος, αποσβολωμένος
ii) πέθανε
ζ) «ξηρό στοιχείο»
(ηλεκτρολ.) είδος συσσωρευτή, μπαταρίας, μιας χρήσης που περιέχει ηλεκτρολύτη σε πολτώδη μορφή απορροφημένον σε φύλλα πορώδους υλικού και ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως για την ηλεκτροδότηση μικρών ηλεκτρικών συσκευών
η) «ξηροί καρποί» — καρποί από τους οποίους έχουν αφαιρεθεί οι χυμοί με φυσικές μεθόδους και οι οποίοι είναι μεγάλης θρεπτικής αξίας και διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιωθούν
θ) «ξηρός πάγος»
χημ. ονομασία τής στερεάς μορφής τού διοξειδίου τού άνθρακα που παράγεται κατά την απότομη εκτόνωση τής υγροποιημένης μορφής τού διοξειδίου αυτού και που, όταν ανέλθει η θερμοκρασία, εξαερώνεται χωρίς να περάσει από την υγρά φάση
ι) «ξηρός παγετός»
(μετεωρ. -βιολ.) οι συνθήκες που δημιουργούνται από θερμοκρασίες κατώτερες τού μηδενός μιας ξηρής αέριας μάζας, λόγω τής ξηρότητας τής οποίας δεν σχηματίζεται μεν πάχνη πάνω στη βλάστηση, αλλά τα φυτά καταστρέφονται και αποκτούν φαιά όψη
ια) «ξηρά οδός»
χημ. δοκιμασία ή μέθοδος κατά την οποία δεν γίνεται χρήση υγρών αντιδραστηρίων
ιβ) «ξηρός οίνος» — είδος κρασιού με ελάχιστη ή μηδενική περιεκτικότητα σε σάκχαρα
ιγ) «ξηρός βήχας» — ο ξερόβηχας
ιδ) «ο κατά ξηράν στρατός» ή «στρατός ξηράς» — συμβατικός χαρακτηρισμός για τα όπλα εκείνα τών ενόπλων δυνάμεων που αντιδιαστέλλονται από το ναυτικό, αλλά και την αεροπορία, και ιδίως για το πεζικό
ιε) «διά ξηράς» — από τη στεριά
ιστ) «οι κατά ξηράν πολεμικές επιχειρήσεις» — πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγονται στη στεριά
ιζ) «κατά ξηράν και κατά θάλασσαν» — στη στεριά και στη θάλασσα
6. παροιμ. «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά» — λέγεται στις περιπτώσεις που υφίστανται αρνητικές συνέπειες και οι αθώοι μαζί με τους ενόχους
αρχ.
1. (για χαρακτήρα) τραχύς, σκληρός, αυστηρός («ξηρῶν τρόπων καὶ βιοτῆς», Αριστοφ.)
2. (για τη φωνή) βραχνός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόν
α) η έλλειψη γλαφυρότητας στον λόγο
β) η στεριά
4. το θηλ. ως ουσ. ο επίγειος κόσμος, σε αντιδιαστολή με τον Παράδεισο
5. φρ. «ξηρὸς καρπός» — τα δημητριακά.
επίρρ...
ξηρώς και -ά (ΑΜ ξηρῶς)
1. με ξηρό τρόπο, χωρίς νερό, στεγνά
2. ανιαρά, μονότονα, βαρετά
νεοελλ.
απότομα, ψυχρά
αρχ.
με τη χρήση ξηρής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού επιθ. με τα αρχ. ινδ. ksāra- «ξηρός» και ksāyati «καίω, ξηραίνω» θεωρείται ελάχιστα πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η προέλευση τής λ. από τα επίθ. σχερός* και χέρσος*. Το επίθ. ξηρός, τέλος, συνδέεται συχνά με το λατ. serēnus «καθαρός, διαυγής» (για ατμόσφαιρα), η αρχική σημ. τού οποίου είναι «ξηρός» (πρβλ. λατ. seresco «ξηραίνομαι», αρχ. άνω γερμ. serawēn «γίνομαι ξηρός»). Το πρόβλημα στη σύνδεση αυτή είναι η μακρότητα τού φωνήεντος τού ξηρός, που δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αυθεντική, αφού ο τ. ξερός—εξαιρετικά σπάνιος—το πιθανότερο είναι να οφείλεται σε μετρική βράχυνση, αν δεν έχει εντελώς διαφορετική προέλευση (βλ. λ. ξερόν). Το επίθ. ξηρός καλύπτει κατά ένα μέρος τη σημ. τών αὖος, αὐαίνω (η λ. αὖος χρησιμοποιήθηκε περισσότερο με τη σημ. «εξαντλημένος, ψυχρός, αναίσθητος») αλλά έλαβε και την ειδικότερη σημ. τού «τραχύς, σκληρός, στερεός». Ο νεοελλ. τ. ξερός < ξηρός με τροπή τού / i / σε / e / προ τού -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, κηρίον > κερί)].
ΠΑΡ. ξηραίνω, ξηρότητα
αρχ.
ξηρώδης
αρχ.-μσν.
ξηράφιον νεοελλ. ξέρα, ξεράδι, ξεραΐλα, ξέρακας, ξεριάς, ξερικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξηροβατικός, ξηροστομία
αρχ.
ξηραλοιφώ, ξηραμπέλινος, ξηρένυδρος, ξηροβάτραχος, ξηρόδηξ, ξηροδιωτικός, ξηρόδερμος, ξηροκακοζηλία, ξηρόκαρπος, ξηροκέφαλος, ξηρόκολλα, ξηροκολλούριον, ξηρολογία, ξηρολουσία, ξηρολουτρώ, ξηρόμυρον, ξηρονομικός, ξηροπυρία, ξηροπυρίτης, ξηρόσαρκος, ξηροσμύρνη, ξηροτήγανον, ξηροτριδώ, ξηροτροφικός, ξηρόφθαλμος, ξηρόφορτον, ξηροφορώ, ξηρόφρυκτον, ξηρόφωνος, ξηροχειμάρρους
αρχ.-μσν.
ξηροποιός, ξηροφαγώ
μσν.
ξηροάμυλον, ξηρόκηπος, ξηροκοιτώ, ξηρόλιθος, ξηροπόταμος, ξηροσιτώ, ξηρόχειρ, ξήροψις
μσν.- νεοελλ.
ξηρόφλοιος
νεοελλ.
ξερόβηχας, ξεροβήχω, ξεροβόρι, ξεροβούνι, ξεροβράχια, ξερόδρυση, ξερόγελα, ξερόκαμπος, ξεροκαταπίνω, ξεροκέφαλος, ξεροκοκκινίζω, ξεροκόμματο, ξερολίβαδο, ξερολίθι, ξερόμαντρα, ξερομασώ, ξερονήσι, ξεροπήγαδο, ξεροπίομα, ξεροπόταμο, ξεροπόταμος, ξεροσταλιάζω, ξεροσφύρι, ξεροτηγανίζω, ξεροτήγανο, ξερότοπος, ξερότριμμα, ξεροτρόχαλος, ξερόφυλλο, ξεροχόρταρο, ξεροψήνω, ξερόψωμο, ξηράνθεμο, ξηροακτινογραφία, ξηρογραφία, ξηροδερμία, ξηροκαλλιέργεία, ξηροκλειστογαμία, ξηροκλίβανος, ξηρολιθοδομή, ξηρόπισσα, ξηρόφιλος, ξηρόφυτος, ξηρόχορτο. (Β' συνθετικό) ημίξηρος, κατάξηρος, ολόξηρος, υπόξηρος
αρχ.
διάξηρος, εγκατάξηρος, επίξηρος, λιμόξηρος, παράξηρος, περίξηρος, πολύξηρος, υπέρξηρος
νεοελλ.
απόξερος, κατάξερος, μισόξερος, ολόξερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — ή, ό βλ. ξερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια …   Dictionary of Greek

  • ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”